- προϋπομνηματίζομαι
- Α [ὑπομνηματίζομαι]συντάσσω υπομνήματα, ερμηνευτικές παρατηρήσεις πριν από άλλους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προυπομνηματισαμένων — προυπομνηματίζομαι previous commentators aor part mp fem gen pl προυπομνηματίζομαι previous commentators aor part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προυπομνηματισαμένοις — προυπομνηματίζομαι previous commentators aor part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προυπομνηματισάμενοι — προυπομνηματίζομαι previous commentators aor part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)